Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Το άλογο μέσα απο τα λόγια του Παλαμά και άλλων συγγραφέων




Κωστής Παλαμάς:    Στροφές για το άλογο



Του αλόγου ψέλνω ευλαβικά το σαν ιερό κοντάκι.Κύριος αφότου ο άνθρωπος γιομίζει σε, Οικουμένη,τ’ άλογο, των παραμυθιών το τίμιο νοητάκι,ζει με τον άνθρωπο ένα αυτό κι ένα μ’ αυτόν πεθαίνει.

5Μυρίζεται τον πόλεμο, γαύρο τη γη τη σκάφτει,μήτε φοβάται το σπαθί, δεν τρέμει το τουφέκι,όταν ακούει τη σάλπιγγα, φριμάζει, σειέται, ανάφτει,ο βιβλικός διαλαλητής τον έπαινο τού πλέκει.

Την Ανδρομέδα Πήγασος με τον Περσέα λυτρώνει,10Βουκέφαλος υπηρετεί τον ήρωα των ηρώων,των αντρειωμένων ιπποτών τους έρωτες φτερώνει·τ’ άλογο, και των θλιβερών Κισσώτων ο Αχαμνόων.

Θεού πλάσμα ξετινάχτηκε, Θεού δώρο στον αγώνατου Κυρίου τ’ ατρύγητου στοιχείου με την Παλλάδα.15Κι αν η αγριλιά το νίκησε, της Αθηνάς κορόνα,μίλησε με τον Αχιλλέα, στη δόξα σου, Ιλιάδα!

Ω! το άλογο που το ’καμε Θεός όλο από το κύμα,χαίτη και πόδι όπου σταθεί και αφρός και περπατάει,σαν το θεριό είν’ ακράταγο, κρατιέται σαν το θύμα,20σε βλέπει, κι η αρετή, θαρρείς, εσένα πως κοιτάει!

Για τα στεφάνια αθλητικά, μαρτυρικά κινάειστων τσίρκων μες στην οχλοβοή και των ιπποδρομίων,το πείσμα και το στοίχημα στο δρόμο του γεννάειμουρλά, και πάει με την ορμή των άσβηστων στοιχείων.

25(Κι εσύ, με της ψυχής σου εσύ που μ’ έζωσες τα θάμπη,όταν η νιότη σου πρωινό σα χάραμα κι εγέλα,σε γνώρισαν της δροσερής που εζούσες γης σου οι κάμποινα γέρνεις αμαζονική στου αλόγου σου τη σέλα…)


«Πόση έχει χάρη κι ο άνθρωπος, άνθρωπος φτάνει να ’ναι!»30Καλά το λες ο αρχαίος.Φίδια και λύκοι και ύαινες δε θα τον ξεπερνάνετον πονηρόν ή αφέντης ή τυχαίος.

Ω! το άλογο ένας άθλιος, και πώς το παρατάει,κι ας τον εδούλεψε πιστά· πώς! με σκληράδα πόση!35γέρικο, ακόμα ζωντανό στη μάντρα το πετάειτων ψοφιμιών Ω! η πείνα! Αργά στα χέρια της να λιώσει.

Χωρίς ανάπαψη και η νύχτα θα το βρει κι η ημέρα,από την μιαν αυγή ώς την άλλη καρτεράει το Χάρο,γι’ αυτό δεν έχει νόημα πια το χάιδιο και η φοβέρα,40σέρνει, πιο πολύ σέρνεται και δέρνεται στο κάρο…

Ή, δεν τ’ αφήνει η περηφάνια και στο πλούσιο αμάξιζεμένο, και στον αραμπά και με τον αγωγιάτη.Δεν του βολεί της αρχοντιάς το βήμα να τ’ αλλάξει,και ορθοτινάζεται και πάει και σαν του ρήγα το άτι.

45Και τώρα που της μηχανής η παντοδυναμίατον άνθρωπο στα χέρια της γερά τον έχει πάρει,γύρω σου του αναπάντεχου ξεσπάς την τρικυμίασαν τύχει και, ιπποκένταυρος, περάσεις, καβαλάρη!

Ξαφνικός πλάκωσε καιρός, η πλάση είναι σαν άλλη,50κι αν ίδια οι έρωτες, τα μίση, οι δίψες, οι φροντίδες,είναι ο σοφός πιο θαυμαστός, πιο αδιάντροπη η κραιπάλη,άλλη όψη και στα πρόσωπα και μ’ άλλες προσωπίδες.

Μήτε σκλαβιά, μήτε αρχοντιά δεν είναι πια σαν πρώτα,σα να τα συνεπήρανε πόσα καιροί κουρσάροι!55Ξένη κι η ελιά στην Αττική και η δάφνη στον Ευρώτα,ως και τ’ αλόγου ίδια δεν είναι και ο δαρμός και η χάρη.

Η Μηχανή! Και ω θρέμμα της! Φτερούγα και η βενζίνα,παντού είν’ η τέχνη· σε οδηγό δέξιο παραδομένο,(δεν είναι μόνον η ομορφιά στα νιάτα και στα κρίνα)60να υπάρχεις, αυτοκίνητο, και να είσ’ ευλογημένο!

Αλόγιστο και αναίσθητο, και πας ως να χορεύεις,λυγερό σαν αισθαντικό και ανάμελο και ωραίο,του ζώου δεν έχεις την ψυχή, δε μαρτυράς, δε ρεύεις,δύναμη δίχως νου, τι απάνου από το νου, σε λέω!

65Εσύ στα μάτια μου μπροστά, κυρίαρχος δίχως κύριο,της μάνας σου της Μηχανής και θρίαμβος και καμάρι,Μοίρα σα να σπλαχνίστηκε του αλόγου το μαρτύριο,κι είναι το σπλάχνος από σε, κι είναι δική σου η χάρη.

Γιατί στους πολυτράνταχτους καιρούς αυτούς που ζούμε70και ό,τι σα να λιγόστεψε το βάσανο, το κρίμα,ό,τι ένα πόνο καταργεί στον άδη που βογκούμε,προς κάποιο τέρμα ανέγγιχτο, φάντασμα ή φέγγος,— βήμα.


Στη φαντασία μου επική, και ύμνων κραυγή και θρήνων,τ’ άλογο θρέφω των ποιητών, τ’ άλογο των ερώτων,75το πολέμαρχο άλογο του αιμάτου, των κινδύνων.Μαύρε, κι εσέ ρομαντικέ, των χρόνων μου των πρώτων!

Θέλω, όποια, την εικόνα μου να την κρατώ καθάριαμέσα μου από το μόλεμα, κι όσο μπορώ, του δρόμου.Βοηθάτε με, όσα μέσα μου, και αν ζωντανά, αν κουφάρια,80ή του καιρού ή παράκαιρο, να ζω με τ’ όνειρό μου!

Στων άλογων ο λόγος μου πιο σιμά τη λαχτάρα,στου λογικού είμ’ αδιάφορος το γέλιο ή το φαρμάκι,το διάβα μου από τη ζωή, δεν ξέρω, ευκή ή κατάρα,του αλόγου ψέλνω ευλαβικά το σαν ιερό κοντάκι.







Νίκος Καββαδίας - Στο άλογό μου


Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω…

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…
Κούδεσι, Μάρτης 1941



Νικηφόρος Βρεττάκος

1. Ο άνθρωπος και το άλογο
Είχε ένα άλογο. Πήγε στον πόλεμο.
Δεν περάσαν δυο μήνες που γύρισε πίσω
με κομμένο το πόδι του. όταν τον είδε
τ’ άλογο του χλιμίντρισε.

Λίγες
μέρες μετά, το επιτάξανε.
Εκείνο δεν γύρισε.

Κι’ από τότε, όταν ήθελε
να θυμηθεί κάτι αξέχαστο από
τη ζωή του, κάτι όμορφο
– την Παναγία, το Χριστό ή τον ήλιο
παραδείγματος χάρη –
θυμόταν
αυτό το χλιμίντρισμα.


2. Το αφηνιασμένο άλογο

Καθώς ανηφόριζε τούδωσε μια
κατακέφαλα ο ήλιος. Σταμάτησε τ’ άλογο,
γυάλισε η κόκκινη τρίχα του, φύσηξαν
φωτιά τα ρουθούνια του, τεντώθη σαν λάμα
μετάλλινη η χαίτη του, σηκώθηκεν όρθιο,
χλιμίντρισε, πήρε μιάν άγρια στροφή
σαν κόκκινος ίλιγγος, συγκέντρωσε όλη του
τη δύναμη, πήρε κι’ άλλη απ’ τον ήλιο
κ’ οι οπλές του αρχινίσαν, βροχή, να χτυπούν
τη γρανίτινη πέτρα – απώντας τις μαύρες της
φλέβες, σηκώνοντας τούφα τις σπίθες.

Τ’ αναμμένα, βαριά πέταλα του, ακουγόνταν
υπόκωφα
ως μέσα
τη μήτρα της γης.




ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω
ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ
μέσα στον άλλο κόσμο:
-Ε πού πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω
– Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που
βαφτισμένον σ’ έχω
-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
– Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα
– Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
– Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ’ έκοψε κοιμάται
– Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη
– Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.


Κ.Π. Καβάφης - Τα άλογα του Αχιλλέως

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή


Μπέρτολτ Μπρεχτ- Το παράπονο του αλόγου


Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο
σε λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι πολύ –ωιμέ-
μην πέσω κάτω. Κοντεύω γιά τον σταύλο
να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει –και με σφάζουν.

Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά
γιά βοήθεια τρέχει ο αμαξάς
και πόρτες ανοίγουνε
και χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.

Κι όμως όλοι μ’αγαπούσανε πάντα
με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες.
Πρώτα όλοι φίλοι
και τώρα όλοι τους θηρία.
Ποιος τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;

Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα
και μια παγωνιά να χτυπάει την γη.
Πώς δεν το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν παγώσει πιά οι ανθρώποι
το χέρι ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις.
Γιατί όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!




Βικτόρ Ουγκώ - Τ΄ άλογα του θεού ΄Ηλιου


Ήταν η ώρα που έβγαιναν τα άλογα του ήλιου.
Ο ουρανός ανακλαδιζόταν σιγοτρέμοντας
Στο πρωινό θάμπος άνοιγε τα δύο φύλλα
Της ηχηρής πόρτας του.Ολόλευκα,
Φαίνονταν εκτυφλωτικά την αυγή
Πίσω τους, σε μια φρενητιώδη εκτυφλωτική
Τροχιά, έσπαζε η στρογγυλότητα
Του πελώριου ακτινοβόλου άρματος.
Ξεχώριζαν τα μπράτσα του θεού που τα οδηγούσε,
Τα τέσσερα φλογερά άλογα όρθωναν τα ολόχρυσα
Στηθια τους, κάνοντας τα πρωτα τους βήματα
Αφήνιαζαν ανάμεσα στη σκούρα και στη
Φλογισμένη ζώνη!
Από τις χαίτες τους, απ'όπου έμοιαζε
Να ξεπηδάει ένας καπνός από πέρλες,
Ζαφέιρια, όνυχες,διαμάντια, διάσπαρτος
Και φευγαλέος στο βάθος των στοιχείων,
Τα πρώτα τρία, με περήφανο το μάτι,
Τα ρουθουνια φλογισμένα, τίναζαν
Στο φως σταγόνες δροσιας.Το τελευταίο
Τίναζε άστρα μέσα στη νύχτα.
................................
Ξαφνικά, το παραπέτασμα σκίστηκε και
Βλέπει στα κέφια τους τους τρομερούς θεούς.
Αυτές οι δυνατές, αόρατες, εκπληκτικές
Υπαρξεις ήταν εκεί.Καθισμένοι στους χρυσους
Θρόνους που είχε φιλοτεχνήσει ο Ήφαιστος, στο
Τραπέζι που ποτέ δεν χορταίνει κανείς
Έπιναν το νέκταρ και έτρωγαν την αμβροσία.


Κώστας Ουράνης - Δον Κιχώτης


Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει·
και πίσω του, στο στωϊκό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.

Αιώνες που ξεκίνησε κ’ αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…

Στο πέρασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού – κ’ ειρωνικά γελάνε.

Ω ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι ανθρώποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κ’ οι Σάντσοι ακολουθάνε!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου