Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Marengo (Μαρένγκο) . Το άλογο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη

 Άλλαζοντας λίγο την θεματολογία , θα ασχοληθούμε με "διάσημα" άλογα που άφησαν το στίγμα τους μέσα στην ιστορία. 

Ένα απο αυτά τα άλογα είναι ο Μαρένγκο. 

Το διάσημο αράβικο άλογο του Ναπολέοντα που τον ακολούθησε χρόνια σε πολλές νικηφόρες και ένδοξες μάχες. 


Ο Ναπολέων δεν θεωρούταν ικανός αναβάτης όπως οι μεγάλοι στρατηλατες και στρατιωτικοί της εποχής του, οι οποίοι  απο παιδιά ίππευαν και εκπαιδεύονταν στην ιππική δεξιοτεχνία. Ο ίδιος είχε ανάγκη ένα μικρόσωμο και σταθερό άλογο οπού θα μπορούσε με περισσότερη άνεση να ιππεύει.  Γόνος μια μεγάλης Κορσικανής οικογένειας ιδιαιτερά όμως "μικρών"  ευγενών αλλά και συνάμα για πολλούς ερευνητές φτωχικής δεν θα μπορούσε να έχει δικό του άλογο. Εισήχθει στην στρατιωτική σχολή με αυτό το σημαντικό μειονέκτημα που ωστόσο ο δυναμικός του χαρακτήρας υπερκάλυπτε τις όποιες αδυναμίες του στην ιππασία. Κατα την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας σε σχετικά μεγάλη ηλικιά με τους συμμαθητές του, μπόρεσε να μάθει αν και την χάρη ίσως του ιππέα δεν την απόκτησε ποτέ. 



Την δυσκολία στο να ιππέυει έκαναν τον νεαρό τότε στρατιωτικό να αναζητά την σιγουριά και την ασφάλεια των μικρόσωμων αλόγων. Είχε προτίμηση στα βαρβάτα αεικίνητα Αράβικά άλογα. 
Συμφωνα με την βιβλιογραφία απέκτησε τον Μαρένγκο κατα την Αιγυπτιακή του εκστρατεία το 1799 μετά την μάχη του Αμπουκίρ και πιθανότατα απο το φημισμένο El Naseri Stud .

Το όνομα του το  ανθεκτικό αεικίνητο και τελικά γενναίο άλογο το πήρε μετά απο την μάχη στο Μαρένγκο ( 14 Ιουνίου 1800) ένα χωριουδάκι στην Β. Ιταλία .Την μάχη την οποία ο Ναπολέοντας κέρδισε, αφού διέσχισε με τον στρατό του τις Άλπεις. Ένα σχέδιο που  θεωρούνταν παράτολμο και δύσκολο να καταφέρει κάποιος. Πόσο μάλλον ένας ολόκληρος στρατός. 
Οι Γάλλοι οδηγούμενοι απο τον Στρατηγό τους αιφνιδιάσαν τους Αυστριακούς, που την διοίκηση του στρατού τους είχε ο Ελληνικής καταγωγής διάσημός εξίσου εκείνη την εποχή Βαρώνος Μιχαήλ Φον Μελάς. 
Η θετική έκβαση της μάχης και η κατάληψη των εδαφων της Ιταλίας αποτέλεσε ένα άσμα της στρατιωτικής ευφυΐας του Βοναπάρτη. 





Απο αυτή την σημαντική νίκη του ο Ναπολέων ονόμασε το άλογο του Μαρένγκο. 
Η μεγάλη αυτή νίκη ,ο ηρωισμός των στρατιωτών και του αλόγου αποτυπώθηκε στον περίφημο πίνακα του Ζακ Λουί Νταβίντ (Jacques- Louis David) : Ο Ναπολέων διασχίζει τις Άλπεις ( Crossing the Alps -Bonaparte franchissant le Grand-Saint-Bernard)
 

Η διάσχιση των Άλπεων, δεν θα μπορούσε να γίνει με τέτοια μεγαλοσύνη καθώς τα μονοπάτια, το δύσβατο και χιονισμένο τοπίο οδηγούν στο συμπέρασμα πως το πιο πιθανό είναι ο ίδιος ο Ναπολέωντας να μεταφέρθηκε πάνω σε ένα μουλάρι με έναν ξεναγό να τον καθοδηγεί. 
Ωστόσο ο David έχοντας σκοπό να προβάλει την δυναμικότητα και το πάθος του έφιπου στρατηλατη θεώρησε φαίνεται πως η εικόνα του στο μουλάρι με τον ξεναγό να τον τραβάει δεν θα είχε την ίδια απήχηση τόσο για το έργο του , όσο και για τον ίδιο το μελλοντικό αυτοκράτορα. 
Ένας πιο σύγχρονος ζωγράφος οραματίστηκε πιο ρεαλιστικά το πέρασμα των Άλπεων. Αυτός ήταν ο Paul Delaroche με έργο του το 1850. Μετά απο 50 χρόνια απο την επέτειο της μάχης: 

Απο το 1800  λοιπόν ο Ναπολέων, που ονομάστηκε έπειτα και Μέγας τόσο λόγω της στρατηγικής του στο πεδίο της μάχης όσο και στην διακυβέρνηση είχε αχώριστο σύντροφο σε όλες τους τις εκστρατίες τον Μαρένγκο. 
Το άλογο, ακολούθησε πιστά και έλαβε μέρος σε μεγάλες μάχες στο Άστερλιτς (Μοραβία) το 1805, Τζένα (Πρωσία) το 1806, Γουάγκραμ (Αυστρία ) το 1809 και ακόμη και στην εισβολή στη Ρωσία το1812. 

Ο Μαρένγκο τραυματίστηκε 8 φορές και μάλιστα στην ουρά του βρέθηκε θραύσμα απο σφαίρα. Συνέχισε απτόητος να αποτελεί τον αχώριστο σύντροφο για τον αναβάτη του για 15 χρόνια μέχρι την ήττα του Ναπολέων και την αρχή του τέλους του, στην μάχη του Βατερλό (1815). 
Στο τέλος της μάχης, ο  Μαρένγκο συνελήφθη απο τον Βαρώνο Ουίλιαμ Πέτρ (William Henry Francis Petre), αφού όπως λέγετε εγκαταλήφθηκε τραυματισμένος σε έναν κοντινό Γαλλικό σταθμό. 
Ο Πέτρ που αναγνώρισε το άλογο, το πούλησε με την σειρά του στην Αγγλία στον αντισυνταγματάρχη Γουίλιαμ Άνγκερστερν .

Στην Αγγλία, ο Μαρένγκο ήταν ένα αξιοθέατο σε δημόσιες εκδηλώσεις.  Εμφανίστηκε σε εκθέσεις και ώς λάφυρο πολέμου στα δωμάτια Waterloo στο Pall Mall του Λονδίνου. Εμφανιζόταν με τη σέλα, το χαλινάρι και τις μπότες του Ναπολέοντα. Τα ευδιάκριτα  σημάδια της μάχης του μαζί με τη σφαίρα που έμεινε στην ουρά ,αλλά και με την αυτοκρατορική κορώνα και το γράμμα Ν που ήταν μαρκαρισμένα στα καπούλια του τον έκαναν ένα είδους ατραξιόν. 
Ο Μαρένγκο έζησε ως την εκπληκτική ηλικία των 38 ετών. Μία ηλικία που αναλογικά με τον άνθρωπο μεταφράζεται σε  108 ανθρώπινα χρόνια ! Μια απίστευτα μεγάλη διάρκεια ζωής λαμβάνοντας υπόψη το τι είχε ζήσει. 
Τα πορτραίτα του Μαρένγκο διακοσμούσαν πολλους τοίχους σπιτιών της εποχής και διάσημοι ζωγραφοι , όπως ο καλλιτέχνης James Ward απέδωσαν ακόμη μεγαλύτερη φήμη στο ξεχωριστό αυτό άλογο.
Μετά τον θάνατο του αλόγου, ο σκελετός του, εκτός από δύο οπλές, διατηρήθηκε και αργότερα πέρασε στο Royal United Services Institute και τώρα εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο Στρατού στο Τσέλσι του Λονδίνου.




Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2021

"Είμαι γυναίκα, είμαι μαύρη, είμαι ανάπηρη"

«..........Αλλά θέλω να κάνω βόλτα για να κάνω τον κόσμο να καταλάβει ότι η ιππασία δεν είναι άθλημα μόνο για τους πλούσιους». 
Η ζωής της Tegan, της αθλήτριας, της βασίλισσας του TikTok 



Βάλτε τα σε σειρά τα όπως προτιμάτε: γυναίκα, μαύρη, άτομο με ειδικές ανάγκες. Ωστόσο, όσο και αν αλλάζετε τη σειρά των λέξεων η ουσία παραμένει : μαύρη γυναίκα με ειδικές ανάγκες

Νομίζετε ότι έχετε προβλήματα; 
Λοιπόν, φανταστείτε ότι έχετε τα ίδια χαρακτηριστικά με την Tegan Vincent-Cooke: ο κόσμος θα σας χαμογελάσει. Και, διαβάζοντας την ιστορία της, παρ όλα αυτά  χαμογελάει κι αυτή επίσης. Ακόμα κι αν, όπως δηλώνει ειρωνικά, είναι και θα παραμένει "γυναίκα, μαύρη και ανάπηρη".

Πάμε με τη σειρά. Η Tegan Vincent-Cooke γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία πριν από 19 χρόνια και από εκείνη τη στιγμή ξεκινά ο συμβιβασμός με το πεπρωμένο. Μια επιπλοκή του τοκετού της προξενεί εγκεφαλική παράλυση που οδηγεί σε ακούσιες μυϊκούς σπασμούς. 
Σε ένα από τα ξεκαρδιστικά της βίντεό , η Tegan εξηγεί: «Το δεξί μου χέρι έχει ενα "δαιμόνιο" ... Μερικές φορές χτυπάει και πετάει πράγματα στον αέρα, αναποδογυρίζει τα γυαλιά και ακόμη καμιά φορά χτυπαέι τους ανθρώπου. Αλλά όχι όλους ... ».


Στα άλλα δύο χαρακτηριστικά της - γυναίκα και μαύρη - Η Τεγκάν δεν κάνει μεγάλες σκέψεις (το θεωρεί απόλυτα φυσιολογικό) .Και επιλέον, κανένα από τα τρία επίθετα που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι στιγμής δεν δίνει την παραμικρή ιδέα  για το πνεύμα αυτού του κοριτσιού. «Έχω τετραπληγική εγκεφαλική παράλυση. Αλλά θέλω να δείξω στον κόσμο ότι η ιππασία δεν είναι άθλημα μόνο για τους πλούσιους. Μπορώ να το κάνω, το ξέρω. Όταν
είμαι σταθερή, όταν "κοιτάζω μπροστά" , μπορώ να κάνω οτιδήποτε ... Ρωτήστε τους 300.000 οπαδούς μου στο TikTok ... ».

..........τόσο αγαπητή. Η Tegan άρχισε να σερφάρει περισσότερο κατά τη διάρκεια του lockdown. Βαριόταν αρκετά. Κλειδώθηκε στο σπίτι. Έκανε την αυτοκριτική της και αντιμετώπισε ειρωνικά τις "δυσκολίες " της  του στο TikTok, στο Fb και στις άλλες πιο δημοφιλείς πλατφόρμες . Ήταν ένα επιτυχές χτύπημά στην μοναξιά του ιού. Δεν το περίμενε.

Και έτσι, παρά τις δυσκολίες της στο περπάτημα και στην εκτέλεση των πολύ φυσιολογικών καθημερινών ενεργειών αλλά και παρά τις διακρίσεις που αντιμετώπισε από τότε που άρχισε να χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής διτύωσης, η Tegan αποφάσισε να τα χρησιμοποιήσει για να περάσει τα μηνύματά της.

«Μου αρέσει να δείχνω στους ανθρώπους πόσο λάθος είναι να κρίνεις κάποιον από το πώς φαίνεται. - εξηγεί - Πρέπει να δούμε πώς είναι ένα άτομο μέσα του, εσωτερικά ώστε να μην αισθάνεται ποτέ αποκλεισμένος ».

Η ένταξη ήταν το έντονο συναίσθημα που ένιωθε η Τεγκάν όταν πλησίασε τον κόσμο του αλόγου. Η οικογένεια της, Είναι μια μέση Αγγλική οικογένεια. Οι γονείς της άκουσαν ένα πρωινό για ένα κέντρο στο Μπρίστολ που προσφέρει μαθήματα για παιδιά με αναπηρία. Έτσι ξεκίνησαν όλα. 

"Ήταν έρωτας σχεδόν με την πρώτη ματιά! - λέει η μικρή Βρετανίδα. Αυτό γιατί ,για πρώτη φορά ένιωσα πως ανήκω σε μία ομάδα ανθρώπων που, όπως εγώ, δεν ταιριάζουν στην τέλεια φωτογραφία" (αυτοσαρκασμός).

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η ιππασία ήταν ένα απλό χόμπι για την Tegan. Αλλά όταν το 2012 είδε τη Sophie Christianen (
έχει αγωνιστεί σε τέσσερις διαδοχικούς Παραολυμπιακούς Αγώνες. Το 2012 και το 2016 κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια ) στους Παράολυμπιακούς στο para-dressage, κατάλαβε πως θέλει κι αυτή να πετύχει κάποιο ανάλογο και φιλόδοξο στόχο . Άρχισε να ψάχνει για έναν χορηγό ή ιδιοκτήτη να της εμπιστευτεί ένα άλογο.

Αυτή τη στιγμή η Tegan Vincent-Cooke έχει κερδίσει αρκετούς τίτλους ως «χάλκινος» επιβάτης επιπέδου, αλλά για να φτάσει  να γίνει ολυμπιακή αναβάτης και να  φτάσει στο «χρυσό», Χρειάζεται ένα άλογο. Χρειάζεται χορηγό.

Το δυναμικό της, σύμφωνα με τους τεχνικούς, είναι ξεκάθαρο έχει αυτοπεποίθηση όσο τουλάχιστον όσο και η μεγάλη αποφασιστικότητά της.

«Μεταξύ των πολλών λανθασμένων πραγμάτων που πιστεύουν οι άνθρωποι, υπάρχει αυτό πως ανεβαίνει κανείς στη σέλα και το άλογο κάνει όλη τη δουλειά. Δεν ξέρουν όμως για τι μιλούν. Δεν καταλαβαίνουν ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, η οικοδόμηση μιας σχέσης είναι απαραίτητη ».


Δεν έχει υπήρξε ποτέ μαύρη γυναίκα στο para-dressage στους Παραολυμπιακούς αγώνες απο πλευράς της Βρετανίας. Το όνειρο της Tegan είναι οι Παραολυμπιακοί Αγώνες του Παρισιού 2024. Όσοι την γνωρίζουν μας εγγυώνται ότι είναι κάτι περισσότερο από ένα όνειρο, είναι ένας στόχος.


«Φιλοδοξία μου είναι να φέρω στον αθλητισμό περισσότερα έχρωμα άτομα  με αναπηρίες και όχι απαραίτητα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Θα ήθελα όλοι οι άνθρωποι  έχουν πρόσβαση στον αθλητισμό χωρίς προκαταλήψεις. Αν καταφέρω να μεταφέρω αυτό το μήνυμα, θα είναι πολύ περήφανη για αυτό. "




Μετάφραση απο το Ιταλικό ηλετρονικό περιοδικό:  https://www.cavallomagazine.it

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Το άλογο μέσα απο τα λόγια του Παλαμά και άλλων συγγραφέων




Κωστής Παλαμάς:    Στροφές για το άλογο



Του αλόγου ψέλνω ευλαβικά το σαν ιερό κοντάκι.Κύριος αφότου ο άνθρωπος γιομίζει σε, Οικουμένη,τ’ άλογο, των παραμυθιών το τίμιο νοητάκι,ζει με τον άνθρωπο ένα αυτό κι ένα μ’ αυτόν πεθαίνει.

5Μυρίζεται τον πόλεμο, γαύρο τη γη τη σκάφτει,μήτε φοβάται το σπαθί, δεν τρέμει το τουφέκι,όταν ακούει τη σάλπιγγα, φριμάζει, σειέται, ανάφτει,ο βιβλικός διαλαλητής τον έπαινο τού πλέκει.

Την Ανδρομέδα Πήγασος με τον Περσέα λυτρώνει,10Βουκέφαλος υπηρετεί τον ήρωα των ηρώων,των αντρειωμένων ιπποτών τους έρωτες φτερώνει·τ’ άλογο, και των θλιβερών Κισσώτων ο Αχαμνόων.

Θεού πλάσμα ξετινάχτηκε, Θεού δώρο στον αγώνατου Κυρίου τ’ ατρύγητου στοιχείου με την Παλλάδα.15Κι αν η αγριλιά το νίκησε, της Αθηνάς κορόνα,μίλησε με τον Αχιλλέα, στη δόξα σου, Ιλιάδα!

Ω! το άλογο που το ’καμε Θεός όλο από το κύμα,χαίτη και πόδι όπου σταθεί και αφρός και περπατάει,σαν το θεριό είν’ ακράταγο, κρατιέται σαν το θύμα,20σε βλέπει, κι η αρετή, θαρρείς, εσένα πως κοιτάει!

Για τα στεφάνια αθλητικά, μαρτυρικά κινάειστων τσίρκων μες στην οχλοβοή και των ιπποδρομίων,το πείσμα και το στοίχημα στο δρόμο του γεννάειμουρλά, και πάει με την ορμή των άσβηστων στοιχείων.

25(Κι εσύ, με της ψυχής σου εσύ που μ’ έζωσες τα θάμπη,όταν η νιότη σου πρωινό σα χάραμα κι εγέλα,σε γνώρισαν της δροσερής που εζούσες γης σου οι κάμποινα γέρνεις αμαζονική στου αλόγου σου τη σέλα…)


«Πόση έχει χάρη κι ο άνθρωπος, άνθρωπος φτάνει να ’ναι!»30Καλά το λες ο αρχαίος.Φίδια και λύκοι και ύαινες δε θα τον ξεπερνάνετον πονηρόν ή αφέντης ή τυχαίος.

Ω! το άλογο ένας άθλιος, και πώς το παρατάει,κι ας τον εδούλεψε πιστά· πώς! με σκληράδα πόση!35γέρικο, ακόμα ζωντανό στη μάντρα το πετάειτων ψοφιμιών Ω! η πείνα! Αργά στα χέρια της να λιώσει.

Χωρίς ανάπαψη και η νύχτα θα το βρει κι η ημέρα,από την μιαν αυγή ώς την άλλη καρτεράει το Χάρο,γι’ αυτό δεν έχει νόημα πια το χάιδιο και η φοβέρα,40σέρνει, πιο πολύ σέρνεται και δέρνεται στο κάρο…

Ή, δεν τ’ αφήνει η περηφάνια και στο πλούσιο αμάξιζεμένο, και στον αραμπά και με τον αγωγιάτη.Δεν του βολεί της αρχοντιάς το βήμα να τ’ αλλάξει,και ορθοτινάζεται και πάει και σαν του ρήγα το άτι.

45Και τώρα που της μηχανής η παντοδυναμίατον άνθρωπο στα χέρια της γερά τον έχει πάρει,γύρω σου του αναπάντεχου ξεσπάς την τρικυμίασαν τύχει και, ιπποκένταυρος, περάσεις, καβαλάρη!

Ξαφνικός πλάκωσε καιρός, η πλάση είναι σαν άλλη,50κι αν ίδια οι έρωτες, τα μίση, οι δίψες, οι φροντίδες,είναι ο σοφός πιο θαυμαστός, πιο αδιάντροπη η κραιπάλη,άλλη όψη και στα πρόσωπα και μ’ άλλες προσωπίδες.

Μήτε σκλαβιά, μήτε αρχοντιά δεν είναι πια σαν πρώτα,σα να τα συνεπήρανε πόσα καιροί κουρσάροι!55Ξένη κι η ελιά στην Αττική και η δάφνη στον Ευρώτα,ως και τ’ αλόγου ίδια δεν είναι και ο δαρμός και η χάρη.

Η Μηχανή! Και ω θρέμμα της! Φτερούγα και η βενζίνα,παντού είν’ η τέχνη· σε οδηγό δέξιο παραδομένο,(δεν είναι μόνον η ομορφιά στα νιάτα και στα κρίνα)60να υπάρχεις, αυτοκίνητο, και να είσ’ ευλογημένο!

Αλόγιστο και αναίσθητο, και πας ως να χορεύεις,λυγερό σαν αισθαντικό και ανάμελο και ωραίο,του ζώου δεν έχεις την ψυχή, δε μαρτυράς, δε ρεύεις,δύναμη δίχως νου, τι απάνου από το νου, σε λέω!

65Εσύ στα μάτια μου μπροστά, κυρίαρχος δίχως κύριο,της μάνας σου της Μηχανής και θρίαμβος και καμάρι,Μοίρα σα να σπλαχνίστηκε του αλόγου το μαρτύριο,κι είναι το σπλάχνος από σε, κι είναι δική σου η χάρη.

Γιατί στους πολυτράνταχτους καιρούς αυτούς που ζούμε70και ό,τι σα να λιγόστεψε το βάσανο, το κρίμα,ό,τι ένα πόνο καταργεί στον άδη που βογκούμε,προς κάποιο τέρμα ανέγγιχτο, φάντασμα ή φέγγος,— βήμα.


Στη φαντασία μου επική, και ύμνων κραυγή και θρήνων,τ’ άλογο θρέφω των ποιητών, τ’ άλογο των ερώτων,75το πολέμαρχο άλογο του αιμάτου, των κινδύνων.Μαύρε, κι εσέ ρομαντικέ, των χρόνων μου των πρώτων!

Θέλω, όποια, την εικόνα μου να την κρατώ καθάριαμέσα μου από το μόλεμα, κι όσο μπορώ, του δρόμου.Βοηθάτε με, όσα μέσα μου, και αν ζωντανά, αν κουφάρια,80ή του καιρού ή παράκαιρο, να ζω με τ’ όνειρό μου!

Στων άλογων ο λόγος μου πιο σιμά τη λαχτάρα,στου λογικού είμ’ αδιάφορος το γέλιο ή το φαρμάκι,το διάβα μου από τη ζωή, δεν ξέρω, ευκή ή κατάρα,του αλόγου ψέλνω ευλαβικά το σαν ιερό κοντάκι.







Νίκος Καββαδίας - Στο άλογό μου


Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω…

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…
Κούδεσι, Μάρτης 1941



Νικηφόρος Βρεττάκος

1. Ο άνθρωπος και το άλογο
Είχε ένα άλογο. Πήγε στον πόλεμο.
Δεν περάσαν δυο μήνες που γύρισε πίσω
με κομμένο το πόδι του. όταν τον είδε
τ’ άλογο του χλιμίντρισε.

Λίγες
μέρες μετά, το επιτάξανε.
Εκείνο δεν γύρισε.

Κι’ από τότε, όταν ήθελε
να θυμηθεί κάτι αξέχαστο από
τη ζωή του, κάτι όμορφο
– την Παναγία, το Χριστό ή τον ήλιο
παραδείγματος χάρη –
θυμόταν
αυτό το χλιμίντρισμα.


2. Το αφηνιασμένο άλογο

Καθώς ανηφόριζε τούδωσε μια
κατακέφαλα ο ήλιος. Σταμάτησε τ’ άλογο,
γυάλισε η κόκκινη τρίχα του, φύσηξαν
φωτιά τα ρουθούνια του, τεντώθη σαν λάμα
μετάλλινη η χαίτη του, σηκώθηκεν όρθιο,
χλιμίντρισε, πήρε μιάν άγρια στροφή
σαν κόκκινος ίλιγγος, συγκέντρωσε όλη του
τη δύναμη, πήρε κι’ άλλη απ’ τον ήλιο
κ’ οι οπλές του αρχινίσαν, βροχή, να χτυπούν
τη γρανίτινη πέτρα – απώντας τις μαύρες της
φλέβες, σηκώνοντας τούφα τις σπίθες.

Τ’ αναμμένα, βαριά πέταλα του, ακουγόνταν
υπόκωφα
ως μέσα
τη μήτρα της γης.




ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω
ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ
μέσα στον άλλο κόσμο:
-Ε πού πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω
– Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που
βαφτισμένον σ’ έχω
-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
– Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα
– Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
– Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ’ έκοψε κοιμάται
– Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη
– Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.


Κ.Π. Καβάφης - Τα άλογα του Αχιλλέως

Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως·
η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-
μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-
ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων
αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου
δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». -Όμως τα δάκρυά των
για του θανάτου την παντοτεινή
την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή


Μπέρτολτ Μπρεχτ- Το παράπονο του αλόγου


Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο
σε λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι πολύ –ωιμέ-
μην πέσω κάτω. Κοντεύω γιά τον σταύλο
να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’έχουν κυκλώσει –και με σφάζουν.

Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά
γιά βοήθεια τρέχει ο αμαξάς
και πόρτες ανοίγουνε
και χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.

Κι όμως όλοι μ’αγαπούσανε πάντα
με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες.
Πρώτα όλοι φίλοι
και τώρα όλοι τους θηρία.
Ποιος τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;

Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα
και μια παγωνιά να χτυπάει την γη.
Πώς δεν το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν παγώσει πιά οι ανθρώποι
το χέρι ζέστανέ τους• μα βιάσου δεν προφταίνεις.
Γιατί όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!




Βικτόρ Ουγκώ - Τ΄ άλογα του θεού ΄Ηλιου


Ήταν η ώρα που έβγαιναν τα άλογα του ήλιου.
Ο ουρανός ανακλαδιζόταν σιγοτρέμοντας
Στο πρωινό θάμπος άνοιγε τα δύο φύλλα
Της ηχηρής πόρτας του.Ολόλευκα,
Φαίνονταν εκτυφλωτικά την αυγή
Πίσω τους, σε μια φρενητιώδη εκτυφλωτική
Τροχιά, έσπαζε η στρογγυλότητα
Του πελώριου ακτινοβόλου άρματος.
Ξεχώριζαν τα μπράτσα του θεού που τα οδηγούσε,
Τα τέσσερα φλογερά άλογα όρθωναν τα ολόχρυσα
Στηθια τους, κάνοντας τα πρωτα τους βήματα
Αφήνιαζαν ανάμεσα στη σκούρα και στη
Φλογισμένη ζώνη!
Από τις χαίτες τους, απ'όπου έμοιαζε
Να ξεπηδάει ένας καπνός από πέρλες,
Ζαφέιρια, όνυχες,διαμάντια, διάσπαρτος
Και φευγαλέος στο βάθος των στοιχείων,
Τα πρώτα τρία, με περήφανο το μάτι,
Τα ρουθουνια φλογισμένα, τίναζαν
Στο φως σταγόνες δροσιας.Το τελευταίο
Τίναζε άστρα μέσα στη νύχτα.
................................
Ξαφνικά, το παραπέτασμα σκίστηκε και
Βλέπει στα κέφια τους τους τρομερούς θεούς.
Αυτές οι δυνατές, αόρατες, εκπληκτικές
Υπαρξεις ήταν εκεί.Καθισμένοι στους χρυσους
Θρόνους που είχε φιλοτεχνήσει ο Ήφαιστος, στο
Τραπέζι που ποτέ δεν χορταίνει κανείς
Έπιναν το νέκταρ και έτρωγαν την αμβροσία.


Κώστας Ουράνης - Δον Κιχώτης


Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει·
και πίσω του, στο στωϊκό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.

Αιώνες που ξεκίνησε κ’ αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια…

Στο πέρασμά του απ’ τους πλατιούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού – κ’ ειρωνικά γελάνε.

Ω ποιητή! Παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι ανθρώποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε:
οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κ’ οι Σάντσοι ακολουθάνε!